επικοινωνώ

επικοινωνώ
επικοινώνησα, αμτβ.
1. έχω επικοινωνία με κάποιον, έρχομαι σε υλική, ηθική ή πνευματική επαφή μαζί του.
2. συγκοινωνώ.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • επικοινωνώ — επικοινωνώ, επικοινώνησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • επικοινωνώ — (AM ἐπικοινωνῶ, έω) [κοινωνώ] έρχομαι σε επαφή, σε σχέση, σε συνάφεια με κάποιον («περὶ δ’ αὖ τῆς ἐκδόσεως, ἐπικοινωνήσαντες τῷ Ξούθῳ», Δημοσθ.) νεοελλ. συνδέομαι ψυχικά, πνευματικά μσν. νεοελλ. συγκοινωνώ «το δωμάτιό μου δεν επικοινωνεί με τον… …   Dictionary of Greek

  • ἐπικοινωνῶ — ἐπικοινωνέω communicate with pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐπικοινωνέω communicate with pres ind act 1st sg (attic epic doric) ἐπικοινωνέω communicate with pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐπικοινωνέω communicate with pres ind… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ελευθεροκοινωνώ — ( έω) 1. (για πλοίο) επικοινωνώ με την ξηρά μετά από άδεια τής υγειονομικής αρχής 2. επικοινωνώ με κάποιον ύστερα από διακοπή τών σχέσεων …   Dictionary of Greek

  • επικοινωνός — ἐπικοινωνός, όν (Α) [επικοινωνώ] αυτός που έχει επικοινωνία, συνάφεια με κάτι («ταύτῃ μὲν οὖν ἐπικοινωνός σοφίῃ τις», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επικοινωνώ, υποχωρητικός σχηματισμός (πρβλ. κοινωνός < κοινωνώ)] …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

  • ανακοινώνω — (Α ἀνακοινῶ, όω) γνωστοποιώ, αναγγέλλω, πληροφορώ αρχ. Ι. (ενεργ. και μέσ.) 1. μεταδίδω, μεταβιβάζω 2. συμβουλεύομαι, ρωτώ ΙΙ. μέσ. επικοινωνώ, ενώνομαι, συγκοινωνώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + κοινῶ. ΠΑΡ. ανακοίνωση( ις) νεοελλ. ανακοινωθέν,… …   Dictionary of Greek

  • αναμειγνύω — και ἀναμιγνύω [Α ἀναμειγνύω και ἀναμείγνυμι και ποιητ. ἀμμείγνυμι, μτγν. ἀναμίγνυμι και ἀναμιγνύω] κάνω ανάμιξη, ανακατεύω, ανακατώνω, συγχωνεύω νεοελλ. 1. μπλέκω κάποιον σε κάποια υπόθεση, τόν μπερδεύω 2. α) μέσ. υπεισέρχομαι σε κάποια υπόθεση,… …   Dictionary of Greek

  • αντιβάλλω — (AM ἀντιβάλλω) 1. βάλλω εναντίον αυτού που βάλλει εναντίον μου, ανταποδίδω τη βολή 2. αντιπαραβάλλω, συγκρίνω χειρόγραφα ή κείμενα 3. αναφέρω, μνημονεύω νεοελλ. τραβώ ένα πανί από τη σκότα προς την προσήνεμη πλευρά του πλοίου, τραβερσάρω αρχ. μσν …   Dictionary of Greek

  • επικοινωνία — η (Α ἐπικοινωνία) [επικοινωνώ] κάθε είδους επαφή, επιμιξία, συνάφεια, μεταξύ ατόμων, λαών, χωρών κ.λπ., αμοιβαιότητα σχέσεων νεοελλ. 1. συγκοινωνία 2. η επαφή με συγγραφείς τού παρελθόντος με τη μελέτη τών έργων τους 3. (στον πνευματισμό)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”